- παρατήρησιν
- παρατήρησιςobservationfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρατήρηση — η / παρατήρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παρατηρώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατηρώ 2. η ένταση τής προσοχής, προσεκτική παρακολούθηση («παρατήρηση τής αλληλουχίας τών γεγονότων») 3. γραμμ. ό,τι σημειώνει, εξετάζει ή σχολιάζει κανείς («ἐκεῑνα… … Dictionary of Greek
облюдениѥ — ОБЛЮДЕНИ|Ѥ (7*), ˫А с. Осторожность; внимание: се хытрии врачеве. врачююще ˫азвы. съ многъмъ облюдениѥмь и ремествъмь СбТр ΧII/XIII, 4 об.; И подобнаго ѡбоѥмѹ получити исправлениѧ. поразѹмѣ лѣпо. и того радi с(и)ю заповѣдь съ ѡблюдениѥмь изложи.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)